
Βρέττα Δ. Μαρία
Δικηγορικό Γραφείο
Το διεθνές δίκαιο και το όριο των 12 ναυτικών μιλίων
Για πρώτη φορά ο Hugo Grotius, στο βιβλίο του De iure belli ac pacis (1625) , αναφέρθηκε στην αρχή της κυριαρχίας του παράκτιου κράτους στη γειτνιάζουσα θαλάσσια ζώνη. Θεώρησε πως η κυριαρχία αυτή αποκτάται όπως η κυριαρχία στην ξηρά, διευκρίνισε, όμως, ότι αποδυναμώνεται όταν η θαλάσσια περιοχή βρίσκεται « πολύ μακριά» από την ξηρά. Υπήρξαν πολλές θεωρίες για την νομική φύση των δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους στην αιγιαλίτιδα ζώνη. Στις αρχές του αιώνα ο Albert de Lapradelle [1] είχε επηρεάσει την επιστήμη με την άποψη ότι η θάλασσα είναι οπουδήποτε και οπωσδήποτε “res communis omnium” και ότι το παράκτιο κράτος στην αιγιαλίτιδα ζώνη ασκεί μόνο μια «δέσμη από δουλείες».
Αιγιαλίτιδα ζώνη ή χωρική θάλασσα ή χωρικά ύδατα είναι η θαλάσσια ζώνη, η οποία εκτείνεται πέρα από την ξηρά και από τα εσωτερικά ύδατα και επί της οποίας το παράκτιο κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία. Ως ξηρά νοείται τόσο το ηπειρωτικό έδαφος όσο και οποιοσδήποτε νησιωτικός σχηματισμός και υπάγεται στην κυριαρχία του παράκτιου κράτους. Η αιγιαλίτιδα ζώνη περιλαμβάνει το βυθό και το υπέδαφος της σχετικής θαλάσσιας περιοχής, καθώς και τον υπερκείμενο εναέριο χώρο.
Σήμερα, είναι γενικά αναγνωρισμένο ότι το παράκτιο κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία στην γειτονική προς την ξηρά θαλάσσια περιοχή που ονομάζεται αιγιαλίτιδα ζώνη ή χωρικά ύδατα ή χωρική θάλασσα. Έχει εκεί το τεκμήριο της γενικής αρμοδιότητας, κυριαρχικής φύσεως, όπως ακριβώς και στις άλλες εδαφικές περιοχές [2].
Οι δικαιολογητικοί λόγοι του νομικού καθεστώτος της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι κυρίως οι εξής: α) η ασφάλεια και η άμυνα του κράτους απαιτούν την πλήρη κυριαρχία στις θαλάσσιες περιοχές που περιβρέχουν τις ακτές για να υπάρχει έλεγχος και β) η προαγωγή των εμπορικών, οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων του κράτους προϋποθέτει το δικαίωμα επιβλέψεως όλων των πλοίων που διέρχονται, αγκυροβολούν ή προσεγγίζουν στις ακτές του κράτους.
Η Σύμβαση της Γενεύης του 1958, στο πρώτο μέρος της, περιλαμβάνει ένα Τμήμα αφιερωμένο στα «όρια της χωρικής θάλασσας», αλλά το πλάτος της δεν είναι καθορισμένο. Από την άλλη μεριά, το άρθρο 24 , το οποίο αναφέρεται στην συνορεύουσα ζώνη, ορίζει στην παράγραφο 2, ότι « Η συνορεύουσα ζώνη δεν μπορεί να επεκταθεί πέρα των 12 ναυτικών μιλίων από την γραμμή βάσης που χρησιμεύει ως αφετηρία για την μέτρηση του πλάτους της χωρικής θάλασσας». Η Σύμβαση καθιερώνει επίσης την ισότητα ως προς τη μεταχείριση και την ομοιομορφία στην εφαρμογή για όλα τα τμήματα του εθνικού εδάφους, ηπειρωτικά και νησιωτικά: σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 « Η χωρική θάλασσα ενός νησιού μετριέται σύμφωνα με τις διατάξεις των παρόντων άρθρων», υπονοώντας ότι κάθε νησί έχει δική του χωρική θάλασσα, ισότιμα με το ηπειρωτικό έδαφος.
Η νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της θάλασσας του 1982, καθιέρωσε ως κανόνα το όριο των 12 ναυτικών μιλίων για το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Στο άρθρο 3 της Σύμβασης, ορίζεται ότι « Κάθε κράτος έχει δικαίωμα να ορίσει το πλάτος της χωρικής του θάλασσας. Το πλάτος αυτό δεν ξεπερνά τα 12 ναυτικά μίλια που μετρούνται από τις γραμμές βάσης που καθορίζονται σύμφωνα με την Σύμβαση». Η πρακτική και η εκδήλωση της opinio juris του συνόλου σχεδόν των κρατών της διεθνούς κοινότητας αποτελούν ισχυρή ένδειξη, ότι πράγματι τα 12 ν.μ. αποτελούν κανόνα γενικά αποδεκτό. Όπως προέκυψε από τις εργασίες της Διάσκεψης για το Δίκαιο της θάλασσας η αποδοχή του κανόνα υπήρξε σχεδόν ομόφωνη. Στο άρθρο 121 παράγραφος 2 της Σύμβασης αναφέρονται τα εξής: « Υπό την επιφύλαξη της παρ. 3, η χωρική θάλασσα, η συνορεύουσα ζώνη και η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού, οροθετούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης που εφαρμόζονται στα άλλα γήινα εδάφη». Το Διεθνές Δίκαιο, λοιπόν, αναγνωρίζει ότι σε κάθε νησί αντιστοιχεί μια χωρική θάλασσα, δεδομένου ότι η χωρική θάλασσα είναι μια έννοια που απορρέει από την κυριαρχία που ασκείται από ένα Κράτος σε μια έκταση ξηράς και που είναι ένα από τα συστατικά στοιχεία του εδάφους του Κράτους και δεν θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των νησιωτικών και των ηπειρωτικών εδαφών [3].
Επιπροσθέτως, οι αρχές της ίσης απόστασης και της μέσης γραμμής αποτελούν αρχές σταθερές, οι οποίες υιοθετήθηκαν και από τις δυο Συμβάσεις σχετικά με το Δίκαιο της Θάλασσας και την αιγιαλίτιδα ζώνη. Σύμφωνα με το Διεθνές δίκαιο σε περιπτώσεις γειτονίας τα κράτη μπορούν να χαράζουν τα θαλάσσια σύνορά τους με συμφωνία. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία τότε για την οριοθέτηση ισχύει η αρχή της μέσης γραμμής. Στον γενικό κανόνα της μέσης γραμμής προβλέπονται και εξαιρέσεις, όπως σε περίπτωση ειδικών περιστάσεων. Όμως, αν και οι ειδικές περιστάσεις προβλέπονται από το Διεθνές Δίκαιο, ως μια ασφαλιστική δικλείδα, δεν νομιμοποιούν την λήψη μονομερής απόφασης. Πρέπει να γίνουν αποδεκτές και από τα δυο μέρη ή να αναγνωριστούν αντικειμενικά στα πλαίσια απόφασης Διεθνούς Δικαστηρίου [4].
[1] Albert de Lapradelle , “Le droit de l¨Etat sur la mer territoriale”, RGDIP, 1898
[2] Ε. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο ΙΙ, 1982, σελ. 97, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα
[3] "Territorial waters" A Dictionary of Law. Ed. Elizabeth A. Martin. Oxford University Press, 2002. Oxford <http://www.oxfordreference.com/views/ENTRY.html?subview=Main&entry=t49.e3681>
[4] Γ. Γεωργακόπουλος, Η Αιγιαλίτιδα ζώνη της Ελλάδος, Διδακτορική διατριβή, Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1988
